Λιμάνι
Εργαστήρια (μεταλλικά) ονόμαζαν οι αρχαίοι τις εγκαταστάσεις κατεργασίας (εμπλουτισμού) των αργυρομολυβδούχων μεταλλευμάτων του Λαυρείου (πλυντηρίων), αργότερα και τις εγκαταστάσεις των καμίνων τήξης). Οι δεύτερες υπήρχαν και στο λιμάνι του Λαυρείου, όπως αποδεικνύεται απ’ την ύπαρξη εκεί μεγάλης ποσότητας 322.793 τόννων αρχαίων σκωριών, που εμπεριείχαν ακόμη αργυρούχο μόλυβδο και στις οποίες πρώτες ανακαμίνευσε η εταιρεία Ilarion Roux et Cie, γι’ αυτό η τοποθεσία γύρω απ’ το λιμάνι ονομαζόταν Εργαστήρια, ήδη απ’ τα αρχαία χρόνια και έτσι έμεινε ως τα νεότερα. Το δε σχεδόν έρημο λιμάνι ονομαζόταν Πόρτο-Αργαστηριάκια (Εργαστηριάκια) και στη συνέχει, με την αναγέννηση των εργασιών, λιμάνι των Εργαστηρίων, ονομασία που έλαβε μετά όλο το Λαύρειο.
Οι σωροί σκωριών που ζώνουν σαν τείχη τον νότιο λόφο του λιμανιού, αυτά τα άψυχα μεταλλουργικά κατάλοιπα, πρωτοέδωσαν πνοή και φως στη συσκοτισμένη, απ’ την ερημιά αιώνων, Λαυρεωτική. Τα Εργαστήρια στο λιμάνι ήταν το τελευταίο ζωντανό κέντρο της περιοχής του Λαυρείου στην αρχαιότητα, αλλά και το πρώτο που σκίρτησε απ’ τον λήθαργο των αιώνων.
Τελικά μέσα σε λίγα χρόνια ο έρημος όρμος των Εργαστηρίων δεχόταν μεγάλα ιστιοφόρα και ατμόπλοια απ’ τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είχε γίνει ευρωπαϊκό λιμάνι. Πρώτα κατασκευάσθηκε η αποβάθρα, στη συνέχεια μόλος 200μέτρων με προκυμαία. Επίσης, στη νότια και βόρεια πλευρά του λιμανιού ένα είδος προστατευτικής προκυμαίας και μπροστά απ’ το μεταλλουργείο 10 χιλιόμετρα ιπποσιδηροδρόμου για τις μεταφορές των αναγκαίων υλικών για τα λιμενικά και άλλα έργα, της καύσιμης ύλης και των προϊόντων.
Στο διάστημα 1865-1873 η ετήσια κίνηση του λιμανιού ήταν 40.000τόνοι, εκ των οποίων οι 10.000 περίπου ήταν ο εξαγόμενος στην Ευρώπη μεταλλικός αργυρούχος μόλυβδος σε χελώνες – κοντά στο μισό της συνολικής παραγωγής της Γαλλίας. Ήδη πριν από το 1869 είχε ιδρυθεί το Τελωνείο Λαυρίου και είχε κατασκευασθεί το κτίριο που το στέγαζε –σώζεται σήμερα, στεγάζει δε και την υπηρεσία του Λιμεναρχείου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 ήταν το μόνο λιμάνι της Ελλάδας στο οποίο προσορμίζονταν πλοία χωρητικότητας άνω των 1.600τόνων για τη μεταφορά καύσιμης ύλης και των μεταλλουργικών προϊόντων.
Μια αισθαντική εικόνα του λιμανιού των Εργαστηρίων το 1871 μάς δίνει ο Ch. Ledoux: «Στο λιμάνι συνωθούνται ελληνικά, γαλλικά και αγγλικά πλοία. Μεγάλα ιστιοφόρα 1.000 τόννων έχουν πλευρίσει φορτωμένα κάρβουνο απ’ το Newcastle. Nα ένα ατμόπλοιο που μόλις έφτασε απ’ τη Μασσαλία, είναι προσορμισμένο στον μόλο και απ’ τις φαρδιές πλευρές του βγαίνουν εξαρτήματα μηχανών, εργαλεία, βαγόνια, σκαλωσιές ράγιες. Πιο μακριά ένα πλοίο του ελληνικού ναυτικού… Γύρω απ’ αυτούς τους βαρείς όγκους γλιστρούν τα καΐκια με το τριγωνικό όμορφο πανί τους. Μεταφέρουν απ’ τα νησιά του Αρχιπελάγους λαχανικά, φρούτα, ψάρια…
Με την ίδρυση και λειτουργία των δύο μεγάλων εταιρειών του Λαυρίου, της Ελληνικής (1873) και της Γαλλικής (1875) που ανέπτυξαν τα μεταλλευτικά-μεταλλουργικά έργα του Λαυρείου, εκ των πραγμάτων επεκτάθηκαν και εκσυγχρονίσθηκαν οι λιμενικές τους εγκαταστάσεις για να ανταποκριθούν στις μεγάλες ανάγκες, που είχαν προκύψει. Η προκυμαία της προηγούμενης εταιρείας Ilarion Roux et Cie επεκτάθηκε το 1881 απ’ τη διάδοχο εταιρεία, την Ελληνική, και το 1888 έφθασε τα 6.000μ2. Ήταν λιθόκτιστη, με αποθήκες χωρητικότητας 20.000τόννων. Επ’ αυτής κατασκευάσθηκαν: το κτίριο με το ρολόι(1875) που στέγαζε την υπηρεσία εποπτείας των λιμενικών της εργασιών, το Χημείο (στο αρχικό της προκατόχου εταιρείας έγιναν δύο επεκτάσεις, το 1874 και το 1877) για την ανάλυση των εισερχομένων και εξερχομένων υλών και προϊόντων και ο επιστήλιος σιδηρόδρομος. Δηλαδή λιθόστικτοι τοίχοι ανά διαστήματα, πάνω από τους οποίους διερχόταν σιδηρόδρομος για τις φορτώσεις και εκφορτώσεις, η λεγόμενη ελληνική σκάλα (Wharf) με εγκατάσταση ατμοκίνητων γερανών. Αυτά τα μηχανικά μέσα επέτρεπαν φορτοεκφορτώσεις 100τόννων την ώρα. Υπήρχαν επίσης αυτόματες πλάστιγγες για τη ζύγιση των διαφόρων υλών και προϊόντων. Η Ελληνική Εταιρεία διέθετε για τις τοπικές ανάγκες της ένα ατμόπλοιο, το Νικίας, χωρητικότητας 40τόννων, βυθοκόρο (drague, ντράγκα) για την ανάσυρση απ’ τις παράλιες θέσεις των αρχαίων σκωριών, αρκετές μεγάλες φορτηγίδες (μαούνες) και πολλές μικρές.